- έζομαι
- ἕζομαι 1. κάθομαι2. σταματώ, μένω σ' έναν τόπο3. (για ζυγό) γέρνω προς τη γη4. πέφτω στο έδαφος, καταρρέω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο θεματικός ενεστώτας έζομαι (< *sed-jo-mai), με σημασία «είμαι καθισμένος» μάλλον παρά «κάθομαι», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *sed «καθίζω, παίρνω θέση, κάθομαι». Ο παρατατικός εζόμην (αντί *ειζόμην), που λειτουργεί και ως αόριστος, σχηματίζεται με τη μηδενισμένη (sd-) βαθμίδα τής ρίζας sed- είτε με αναδιπλασιασμό (*se-sd- πρβλ. αβεστ. ha-zd-yāt) είτε με αύξηση (*e-sd-), οπότε η δάσυνση είναι αναλογική. Ο μεταβιβαστικός θεματικός ενεστώτας ίζω προήλθε από *si-sd-ō (πρβλ. λατ. sīdō, ουμβρ. sistu, αρχ. ινδ. sīdati). To έζομαι «είμαι καθισμένος» και το μεταβιβαστικό ίζω «καθίζω κάποιον», που συνήθως απαντούν ως σύνθετα με την πρόθεση κατά, αντιστοιχούν προς τα sitzen «είμαι καθισμένος», setzen «καθίζω» (στατικά: δυναμικά) ρήματα τής Γερμανικής (πρβλ. και λατ. sedēre, sedāre, αρχ. σλαβ. sěděti, γοτθ. satjan). Τέλος στην ίδια ρίζα ανάγεται πιθ. και το ρήμα ιδρύω].
Dictionary of Greek. 2013.